νίγλαρος

νίγλαρος
νίγλαρος
Grammatical information: m.
Meaning: `whistle' (Ar. Ach. 554; in pl. `trills, quavers' (Pherecr. 145). but acc. to Poll. 4, 82 a small flute.
Derivatives: νιγλαρεύω `whistle' (Eup. 110); cf. νιγλαρεύων τερετίζων H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νίγλαρος — whistle masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίγλαρος — ο (Α νίγλαρος και γίγγλαρος) 1. είδος μικρού αιγυπτιακού αυλού με τον οποίο οι κελευστές έδιναν τον ρυθμό στους κωπηλάτες 2. λαρυγγισμός, κραδασμός φωνής, τρίλλιες νεοελλ. μικρός πλαγίαυλος, πίφερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • νιγλάρους — νίγλαρος whistle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιγλάρων — νίγλαρος whistle masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νίγλαροι — νίγλαρος whistle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νιγλαρεύω — (Α) [νίγλαρος] τερετίζω …   Dictionary of Greek

  • πίφερο — το, Ν μουσ. είδος ξύλινου πνευστού οργάνου το οποίο είναι όμοιο με μικρό πλαγίαυλο, ο νίγλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piffero «πλαγίαυλος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”